αδιακοίνωτος
Смотреть что такое "αδιακοίνωτος" в других словарях:
αδιακοίνωτος — η, ο [διακοινώνω] 1. αυτός που δεν διακοινώθηκε, ακοινοποίητος, αγνωστοποίητος 2. ανεπίδοτος … Dictionary of Greek
αδιακοίνωτος — η, ο αδημοσίευτος, ακοινοποίητος: Η κυβερνητική διαμαρτυρία μένει ακόμη αδιακοίνωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)